|
1) гибнуть; 2) исчезать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гибнуть? — απολλύομαι как на (ново)греческом будет слово исчезать? — απολλύομαι как с (ново)греческого переводится слово απολλύομαι? — гибнуть, исчезать — αρχαιοφανής — τούννελ — κούνημα — περιχυμένος — εισποιούμαι — αθέριστος — φωσφόρος — γιγάντινος — υπερπλασία — φιλοκαλώ — σισανές — αποπάνω — οδόστρωση — θές — κονδυλοφόρος — μωράκι — ξεκαπίστρωτος — γέννηση — μισό — αμφισημία — λυκοκάντζαρος |
|||