|
юр. определять (меру наказания) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово определять? — προσεπιμετρώ как с (ново)греческого переводится слово προσεπιμετρώ? — определять — ενθυμηματικός — συνενώνομαι — Ινδοκινέζα — βιωσιμότητα — κάθαρμα — επιθαλάμιος — εξεικονίζομαι — βρυχώμενος — τετράωρο — συμβολαιογραφικά — δόνηση — γλυκοκουβέντο — σκίασμα — φεύγα — αστήρικτος — ξυλοσχίστης — αντισημιτισμός — βεργόλιγνος — τραύμα — επτάτονος — σελουλόϊντ |
|||