|
η лестница (приставная или верёвочная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лестница? — ανεμόσκαλα как с (ново)греческого переводится слово ανεμόσκαλα? — лестница — άσβεστος — μπανιερό — βαλανοειδής — πετσοκοφτώ — μονοτσάμπουνο — συνάπτω — μεταξάδικο — πρωτοφυλακή — εξυγιάζω — αισθητήριος — ιπποπόταμος — κυτταρινικός — ψηφίδα — αντισημίτης — αναμελιά — αγωγέας — άλυσσος — αναθυμίζω — αμιλησιά — κυβέρνηση — αναγκιρός |
|||