|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αστακόσουπα? — — δουλογνώμων — κατρακύλημα — σοσιαλιστικοποίηση — πεζολογία — βάραθρο — βαυκάλημα — χαμούρα — γρούπος — οιναποθήκη — ασαστος — κεντρικότητα — μιλτώδης — αποσαλεύω — ντόμπρα — ανομοιομερώς — χυδαιοποίηση — ακρίβηνα — τιτάνιος — συντηρητικά — ανασφάλεια — υπαγόρευση |
|||