|
наполнять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наполнять? — εμπληρώνω как с (ново)греческого переводится слово εμπληρώνω? — наполнять — σταφυλοκοκκίαση — αετός — θαυμάστρια — νοσφισμός — συριανός — καταπίπτω — Τσεχοσλοβάκα — φιλάρχαιος — προγυμναστής — κοτίσιος — αγιοποίηση — αδρανής — πουρναρήσιος — κατατραυματίζω — πολεμοκάπηλος — καταφιλάω — αποδότης — τέ — παραμυθία — βαρώνη — ζύμωση |
|||