|
пятьдесят раз #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пятьдесят раз? — πεντηκοντάκις как с (ново)греческого переводится слово πεντηκοντάκις? — пятьдесят раз — ανάκριση — επαναπλέω — χαμηλούτσικα — γέρμα — ρωσομαθής — αντιεπιστημονικός — υποβάλλομαι — αντιμιλιά — στρώνω — αφωνία — διάσπαση — αζάλιστος — σαγηνευτής — νοικάτόρισσα — δράκων — μετέρχομαι — γιουσουρούμ — αιμοδοσία — αστραψιά — αστυφυλακή — αναλυτικότερος |
|||