Новогреческий словарь
μέτζο
μέτζο
το
половина
;
===
~ σοπράνο — меццо-сопрано
;
~ ~ — так себе, средне, ни то ни сё
;
μέτζο τράγειο μέτζο πρόβειο — среднего качества, посредственный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
половина
? —
μέτζο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μέτζο
? — половина
#
(ново)греческий словарь
—
ψυχαρισμός
—
αντωνυμικός
—
επάγων
—
παλιογαμημένος
—
ένεση
—
καρυόφυλλο
—
πρεπόντως
—
διμερής
—
εφυαλώνω
—
χαντζής
—
εξαφανίζομαι
—
αντιπαράθεση
—
πιλαλητό
—
ψυχοδιαγνωστικός
—
χοντράνθρωπος
—
ωοπαραγωγνκότητα
—
ξάργου
—
ασάλιωτος
—
κακοδιάθετος
—
σβέση
—
δασοσκέπαστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω