|
το половина; === ~ σοπράνο — меццо-сопрано; ~ ~ — так себе, средне, ни то ни сё; μέτζο τράγειο μέτζο πρόβειο — среднего качества, посредственный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово половина? — μέτζο как с (ново)греческого переводится слово μέτζο? — половина — φουκαρού — καταχειροκροτάω — θεατρικογράφος — τιτάνιος — ανθομύριστος — προσεχώς — αληθοποιώ — υδρολύσιμος — τριώνυμο — απόσιγα — ακτινοδέσμη — ξεμέθυστος — μετριούμαι — θεωρούμαι — συμπαρομαρτούντα — εύκοσμος — πολύτιμος — ραφτοπούλα — νεοπαγανιστικός — τεντώνομαι — δίλεφτος |
|||