|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσομπαναριό? — — γέρος — γλαροδόλωμα — αδιαχώριστος — συγκαταβατικός — επιβάλλον — χρώμιο — επιπωμάτιση — ξεπλένω — πρόταση — δευτερολεπτοδείκτης — σοροκάδα — ανηφόρι — απλόχερο — OTE — καρεκλί — θά — υπεκμισθωτής — εξώτατος — κατατεμαχισμός — χασικλήδικο — αποδρώ |
|||