|
орфоэпический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово орфоэпический? — ορθοεπής как с (ново)греческого переводится слово ορθοεπής? — орфоэпический — αλογοδότητος — άφραστος — καταχειροκροτώ — υδροπρίονο — κουρταλώ — εόρτιος — εμβολιοθεραπευτική — καλαμοκάνης — ομολογούμενος — εξοχότατος — χειραψία — σκουρόχρωμος — συνθετικό — σκυλιάζω — διεγερτικός — επάνοδος — λιόδεντρο — επισεσυρμένος — ροϊτό — ανθρώπινα — γαληνίτης |
|||