Новогреческий словарь
άγκυρα
άγκυρα
η
якорь
;
ρίχνω (σηκώνω) τήν ~ — отдавать, бросать (поднимать, выбирать) якорь
; [x:index]отдавать якорь, бросать якорь[/x:index]
===
~ σωτηρίας — якорь спасения
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
якорь
? —
άγκυρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
άγκυρα
? — якорь
#
(ново)греческий словарь
—
φιλοχρηματία
—
ξερίζωμα
—
αναλικνίζω
—
κακοκοιμάμαι
—
δικανικός
—
τριάρι
—
στράφυλο
—
ιησουίτισσα
—
σεισμικότητα
—
συγκλονίζομαι
—
αποκρίνομαι
—
Παναμέζος
—
αμελησία
—
ζουρλαμάρα
—
αναρριπίζω
—
μαλθακώδης
—
διακυμαίνομαι
—
ουτοπία
—
βελονιστής
—
μαδώ
—
κατοπτροποιείον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,