|
το 1) перепечатка; 2) переиздание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перепечатка? — ανατύπωμα как на (ново)греческом будет слово переиздание? — ανατύπωμα как с (ново)греческого переводится слово ανατύπωμα? — перепечатка, переиздание — ζυμομυκητίαση — ελασσον — θρηνητικός — διπλοκακορρίζικος — αλγεβρικός — καψαλίζω — πέδηση — κεφαλαιοκρατισμός — εγκαθειργνύω — ξαγναντεύοντας — απηλιώτης — φυλλοβόλος — χλεμπάγια — συναντώ — ιδιόκλιτος — ζεύγμα — θές — επιστρέφομαι — ερματισμός — αλιφασκιά — ακαθέλκυστος |
|||