|
η 1) изнанка; φορώ τίς κάλτσες μου από τήν ~ — надевать чулки наизнанку; 2) удар тыльной стороной руки; θά σού δώσω μιά ~ — [phrase]я тебе дам оплеуху[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изнанка? — ξανάστροφη как на (ново)греческом будет слово удар тыльной стороной руки? — ξανάστροφη как с (ново)греческого переводится слово ξανάστροφη? — изнанка, удар тыльной стороной руки — κιτρινοπούλι — πλαδαρότης — αποπληθωρισμένος — λογοτριβή — φανφαρονισμός — λιχνεία — εμψυχώνομαι — αρνητής — ξαμολλώ — φρακτός — καβαλητά — γωνιακός — συγκροτώ — απευαισθητοποιώ — Κυπρία — βέβηλος — διαρρύθμιση — ψυχοτεχνία — ανάβρυτος — σακχαροκάλαμον — χρηματοκομιστής |
|||