|
, ~ία η пелёнка; свивальник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пелёнка? — φασκιά как на (ново)греческом будет слово свивальник? — φασκιά как с (ново)греческого переводится слово φασκιά? — пелёнка, свивальник — ψύχομαι — εθελοθυσία — κλοιός — γλυκολεϊμονιά — δεκατριπλάσιος — οπίσθιος — καρβοονιάρικος — βουτυρένιος — αρμόνιο — κουφόμυαλος — υποκειμενικός — πτωμαΐνη — αγχίνους — λιπομαρτυρία — κλειδοκύμβαλο — τσατάλι — ασυναίρετος — αντιθέτως — ξεμαλλιασμένος — ξαπλωταριό — μάτιση |
|||