|
распрягаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распрягаться? — ξεζεύγομαι как с (ново)греческого переводится слово ξεζεύγομαι? — распрягаться — ζαρός — αποίκιση — ψόα — βωλοδέρνομαι — Μάης — μπακκαράς — παραδοξολογία — αντικρούστης — ωόγολα — κερασόχρους — οροδότηση — γλυκοθώρητος — ντρόπιασμα — κληματόφυλλο — ευμετάθετος — χειροποίητος — χιλιόστρεμμα — προσωπιδοφόρος — εφτάωρος — ουζομεζεδοπωλείο — βούκκα |
|||