|
ο отвал (у плуга) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отвал? — αναστρεπτήρας как с (ново)греческого переводится слово αναστρεπτήρας? — отвал — γεννήτρα — αδιαφιλονίκητα — λατρεύω — επαναψύχω — πλαγιασμένος — κραχ — αρμάτωμα — νυχτοπερπατάω — ξηροψήνω — ακινητώ — λαγαρός — ψωρικός — αλλαντικά — κυριολεκτικά — γνωστικός — νεωτερίστρια — ακόλουθος — κτηνασφάλεια — κατεβάζω — ζωντανός — αποδειλιάζω |
|||