|
η добыча соли #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово добыча соли? — αλατωρυχία как с (ново)греческого переводится слово αλατωρυχία? — добыча соли — πυθμένας — μεσοσαράκοστα — εμείς — διαγουμιστής — υποπόδιον — βουρτσάρω — αρατικός — τοξικομανής — ισοζυγισμός — ανατριχιάζω — αναγνωρισμός — ελκούμαι — μεμβράνα — άστυ — μετρητικός — καλαμπουρίζω — σαδίστρια — τουλούμιασμα — αποβλακωμένος — αμέθοδος — ακατάπιοτος |
|||