|
филос. 1. сенсуалистский; 2. (о) сенсуалист #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сенсуалистский? — αισθησιορχικός как на (ново)греческом будет слово сенсуалист? — αισθησιορχικός как с (ново)греческого переводится слово αισθησιορχικός? — сенсуалистский, сенсуалист — δενδροτόμος — εξάγραμμα — αποθηκούλα — γκρεμιστός — ακτινωτός — πήττα — αποταμίευση — ντελήτσα — προστασία — λίγδωμα — κάθομαι — κλαδεύτρια — φωτοπαγίδα — ημερομηνία — ερπηστικός — Ιγγλέζος — αφτιάζομαι — ντροπαλός — χαλασμός — αναπέταση — συστεγάζομαι |
|||