ανατήκω

формы словаβ
ανατήκω
переплавлять



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово переплавлять? — ανατήκω
как с (ново)греческого переводится слово ανατήκω? — переплавлять


εκσπερματισμόςιρρεδεντισμόςκοτζαμπάσηςτυποκλεψίαφλογικόςπαρωδιακόςπεριορισμένοςνεανικότηταβιολογίααδιαφώτιστοςηλεκτρομαγνητισμόςδιαφθορέαςαξαστέρωτοςπυρολατρίαωρίμανσηβρεφοζυγόςμελισσαριόαναίσχυντοςψηγματολόγοςχάλυβαςεξοργισμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit