|
переплавлять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переплавлять? — ανατήκω как с (ново)греческого переводится слово ανατήκω? — переплавлять — εκσπερματισμός — ιρρεδεντισμός — κοτζαμπάσης — τυποκλεψία — φλογικός — παρωδιακός — περιορισμένος — νεανικότητα — βιολογία — αδιαφώτιστος — ηλεκτρομαγνητισμός — διαφθορέας — αξαστέρωτος — πυρολατρία — ωρίμανση — βρεφοζυγός — μελισσαριό — αναίσχυντος — ψηγματολόγος — χάλυβας — εξοργισμένος |
|||