|
(-ητος) η болезненность, свойство вызывать боль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болезненность? — αλγεινότης как на (ново)греческом будет слово свойство вызывать боль? — αλγεινότης как с (ново)греческого переводится слово αλγεινότης? — болезненность, свойство вызывать боль — υπογάστριο — μοριόγραμμον — ζώνομαι — παρατατικός — αξαόπουλο — δημαρχία — σιχαμερός — περίπτυξη — αριθμητικός — συντεταγμένη — προβιβάζομαι — τεχνολογικός — προθερμαντήρας — εκκένωση — αποδοχή — αμάξι — συνδαύλισμα — αναλφαβητισμός — αναζέω — μινιατούρα — δερβέναγας |
|||