Новогреческий словарь
βαγονέττο
βαγονέττο
το
вагонетка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вагонетка
? —
βαγονέττο
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαγονέττο
? — вагонетка
#
(ново)греческий словарь
—
μύχιος
—
δασύνω
—
βραχυκατάληκτος
—
οικουμενικότης
—
αξεφλούδιαστος
—
τριφύλλι
—
λαθρακούω
—
μπράβος
—
αποφατικός
—
αντιτυφικός
—
θεοδολίτιο
—
αλλοφερμένος
—
κοτάω
—
αποβολή
—
αγροχημικός
—
κυνηγάω
—
ολοκάθαρος
—
μισειαστής
—
κατακλυσμιαίος
—
ηθικός
—
μαργιόλικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,