|
το вагонетка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вагонетка? — βαγονέττο как с (ново)греческого переводится слово βαγονέττο? — вагонетка — τυφλίνος — σπιτονοικοκυρά — ασύνακτος — τορνευτής — αντροχωρίστρα — βαθύγνωμος — αρσίν — ξεδώνω — αχυρο- — αρπαξιά — δίμετρος — παππούλης — αναγνώνομαι — μετασκευή — θαλασσόλουστος — βοσκώ — αρχιφυλακείο — αργεντίνα — άσκαυλος — φυσιογνωμιστής — ελαιοπυρήνα |
|||