|
церк. расстричь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расстричь? — ξεπαπαδεύω как с (ново)греческого переводится слово ξεπαπαδεύω? — расстричь — αγροίκία — λιοτριβείο — αισίως — έτοιμος — επικόπανον — σελιδοποίηση — αμετάβολος — τσαπίζω — ιτέα — σιδηρούς — νωρίς — ημπορώ — κοπρανολογία — παλιοκάραβο — ανδραποδισμός — σεριφικός — αστυφιλία — σπουδιαίος — πάχτο — γεροντάκος — εκκόκκιση |
|||