|
лимфатический; ~ά αγγεία — лимфатические сосуды #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лимфатический? — λεμφοφόρος как с (ново)греческого переводится слово λεμφοφόρος? — лимфатический — χρησιμοθήρας — συθέμελα — μορφολογία — κωλώνω — εδεμικός — αλεξανδρινός — αληθοεπής — διώξιμο — όζω — βλαβερός — ελαιόμετρο — ένσαρκος — πολυύμνητος — λεπτοφυής — χρυσόκονις — πτήση — μεταστρατοπέδευση — συγκυριακά — ανομοιογενής — τσεκούρας — μικροφιλοδοξία |
|||